- αποφιμώ
- ἀποφιμῶ (-όω) (Α)φιμώνω, αποστομώνω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαποφιμώ — όω, Α 1. φιμώνω προηγουμένως 2. μτφ. κάνω κάποιον να σωπάσει εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποφιμῶ «φιμώνω, αποστομώνω»] … Dictionary of Greek